ποδόφρενο

ποδόφρενο
το, Ν
τεχνολ. τύπος πέδης, φρένου που λειτουργεί όταν ένας μοχλός πιέζεται με το πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + φρένο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποδόφρενο — το φρένο, τροχοπέδη που λειτουργεί με το πόδι (αντίθ. χειρόφρενο): Πολλά ποδήλατα δεν έχουν χειρόφρενο, αλλά ποδόφρενο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • ποδοπέδη — η, ΝΜ νεοελλ. το ποδόφρενο μσν. πέδη, δεσμά για τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. χειρο πέδη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”